Όταν οι πελάτες έρχονται για θεραπεία για την αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων τους είναι συχνά σαφές ότι ψάχνουν για ανακούφιση από τα οξεία συμπτώματα της συναισθηματικής τους κατάστασης. Συχνά, οι πελάτες είναι πολύ λιγότερο σίγουροι για το αν είναι πρόθυμοι να αλλάξουν τις μακροχρόνιες συνήθειες λειτουργικότητάς τους. Ως εκ τούτου, είναι σύνηθες για εκείνους να μη συνεργάζονται με το θεραπευτή και το θεραπευτικό πρόγραμμα (Newman, 1994).
Η συμπεριφορά αντίστασης δεν είναι απλά ένα εμπόδιο στη θεραπεία, αλλά και μια δυνητικά πλούσια πηγή πληροφοριών για τον κάθε πελάτη. Αυτή η πληροφορία μπορεί ν’ αξιολογηθεί και να χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση της θεραπευτικής σχέσης, να βοηθήσει το θεραπευτή στην καλύτερη κατανόηση των εμποδίων στην αλλαγή, και να επινοήσει παρεμβάσεις που μπορεί να οδηγήσουν τον πελάτη προς τη θεραπευτική δραστηριότητα και την ανάπτυξη (Newman, 1994).
Τι είναι η αντίσταση;
Η αντίσταση είναι μία από αυτές τις έννοιες που είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά πολλοί θεραπευτές φαίνεται να τη γνωρίζουν. Ένα από τα προβλήματα στον καθορισμό της αντίστασης είναι ότι οι απόψεις των θεραπευτών σχετικά με αυτήν την έννοια συχνά έχουν συνδεθεί με το συγκεκριμένο θεωρητικό προσανατολισμό τους. Η πιο έντονη αντίθεση είναι μεταξύ ορισμένων γνωστικών – συμπεριφορικών θεραπευτών που παρομοιάζουν την αντίσταση της συμπεριφοράς ως μη συμμόρφωση και να το δουν ως εμπόδιο στη θεραπεία, και των παραδοσιακών ψυχαναλυτικών θεραπευτών που βλέπουν την αντίσταση ως μια φυσική αντανάκλαση των εσωτερικών συγκρούσεων του πελάτη, και ως εκ τούτου ως απαραίτητο μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας (Wachtel, 1982).
Αξιολόγηση της αντίστασης
Η αντίσταση μπορεί να μοιάζει ανά περιπτώσεις, αλλά είναι ζωτικής σημασίας ο θεραπευτής να εξετάζει τις αιτίες και τους παράγοντες που κάνουν τον κάθε πελάτη να διατηρεί μια τέτοια συμπεριφορά. Για παράδειγμα, δεν είναι σωστό να πούμε ότι ο πελάτης παρέλειψε να κάνει μια εργασία στο σπίτι, επειδή αυτός ή αυτή ήταν φοβισμένος και έχει έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό του/της. Θα είναι πολύ πιο κατατοπιστικό αν ο θεραπευτής είναι σε θέση να προσδιορίσει συγκεκριμένα τι φοβήθηκε ο πελάτης, και ποιές ακριβώς πτυχές της εργασίας ο πελάτης πιστεύει ότι ήταν πέρα από τις ικανότητές του/της. Αυτό περιλαμβάνει μια εξέταση του τρόπου με τον οποίο οι φόβοι και η χαμηλή αυτοπεποίθηση αναπτύχθηκαν, και το πώς σχετίζονται με τα γνωστικά, συναισθηματικά και συμπεριφορικά συμπτώματα.
Τι θα μπορούσε ο πελάτης να φοβηθεί εάν συμφωνήσει με τη θεραπεία;
Παρά το γεγονός ότι ο θεραπευτής μπορεί να πιστεύει ότι η αλλαγή είναι ένα καλό πράγμα, οι πελάτες μπορεί να έχουν επιφυλάξεις που πρέπει ν’ αναγνωριστούν και ν’ αντιμετωπιστούν. Για παράδειγμα, ορισμένοι πελάτες (ειδικά εκείνοι με πιο μακροχρόνια ζητήματα και σοβαρά προβλήματα), προσκολλώνται πεισματικά στο status quo της ζωής τους, γιατί σε κάποιο βαθμό είναι οικείο και ασφαλές. Η αλλαγή είναι κάτι άγνωστο, το οποίο μπορεί να είναι πολύ τρομακτικό και ν’ αποπροσανατολίσει πολλούς πελάτες (Beck et al., 1990).
Ωστόσο, οι θεραπευτές ζητάμε από τους πελάτες να διευρύνουν την ψυχολογική τους επίγνωση, τις δεξιότητές τους και τις εμπειρίες τους στη ζωή.
Συγκεκριμένα ζητάμε:
Συγκεκριμένα ζητάμε:
1.Εμπιστευθείτε το θεραπευτή σας, που σίγουρα ξέρει τι είναι το καλύτερο και πραγματικά έχει τα συμφέροντά στη καρδιά του, ακόμα κι αν γνωρίζετε πολύ λίγα για εκείνον προσωπικά.
2.Εργαστείτε στην εκμάθηση νέων δεξιοτήτων, ακόμα κι αν αισθάνεστε κουρασμένοι, ταραγμένοι, και επιβαρυμένοι από τα προβλήματά σας.
3.Γίνετε διαφορετικός/ή από ό,τι είσασταν κάποτε, ακόμα κι αν μπορεί να καταπιάνεστε από μια σταθερή ταυτότητα.
4.Ακούστε και κατανοήστε όλες τα δύσκολα και πολύπλοκα πράγματα που ο θεραπευτής σας σάς λέει, και δώστε λιγότερη προσοχή σε ορισμένα από τα πράγματα που συνήθως εύκολα λέτε στον εαυτό σας.
5.Δεσμευτείτε σε μια διαδικασία που απαιτεί, αλλά δεν μπορεί να εγγυηθεί τη βοήθεια, έστω και αν η αναποφασιστικότητα και διστακτικότητα μπορεί να είναι κάτι που βιώνετε κάθε μέρα, ακόμη και όταν δεν είστε σε θεραπεία.
6.Εξερευνήστε το άγνωστο, παρά το γεγονός ότι η εξοικείωση και η προβλεψιμότητα μπορεί να σας προσφέρουν μόνο την αίσθηση της ασφάλειας.
7.Ελπίστε ότι η ζωή σας θα βελτιωθεί, ακόμα κι αν μπορεί να είστε τρομερά φοβισμένος/η ότι οι ελπίδες σας θα καταστραφούν για μία ακόμη φορά.
Έτσι, γίνεται σαφές ότι η συμμετοχή στη θεραπεία είναι συχνά πράξη θάρρους. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για τους θεραπευτές ν’ αποκτήσουν μια ακριβή, ενσυναισθητική κατανόηση της αντίστασης του πελάτη ν’ αλλάξει, και να χρησιμοποιήσουν αυτή τη γνώση για να κάνουν εποικοδομητική θεραπεία καλλιεργώντας ένα πιο φιλόξενο κι εκπαιδευτικό περιβάλλον για τον πελάτη.
Επιπλέον, οι θεραπευτές πρέπει να είναι ενήμεροι για το πώς τα λάθη τους στην κρίση και οι δυσμενείς συναισθηματικές αντιδράσεις άθελά τους μπορεί να επιδεινώσουν την αντίσταση του πελάτη. Αναλαμβάνοντας ένα μέρος της ευθύνης για τις δυσκολίες του πελάτη στην αλλαγή, ο θεραπευτής καθιστά τη διαδικασία της θεραπείας πιο εύκολη, λιγότερο απειλητική και πιο ευνοϊκή για την αντιμετώπιση της αντίστασης (Newman, 1994).
Βιβλιογραφικές αναφορές/προτεινόμενη βιβλιογραφία:
Beck, A. T., Freeman, A., & Associates (1990). Cognitive therapy of personality disorders. New York: Guilford.
Beck, A. T., Freeman, A., & Associates (1990). Cognitive therapy of personality disorders. New York: Guilford.
Newman, C.F. (1994). Understanding client resistance: Methods for enhancing motivation to change. Cognitive and Behavioral Practice, 1, 47– 69.
O’Donohue, W., & Krasner, L. (1994). Handbook of psychological skills training. Needham Heights. MA: Allyn & Bacon.
Waehtel, E L. (Ed.). (1982). Resistance. «Psychodynamic and behavioral approaches». New York: Plenum Press.
Wachtel, P.L. (1993). Therapeutic communication. New York: Guilford.
No comments:
Post a Comment